- συνημερευταῖς
- συνημερευτήςdaily companionmasc dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σύσσιτος — η, ο / σύσσιτος, ον, ΝΑ, και αττ. τ. ξύσσιτος, ον, Α αυτός που συντρώγει με κάποιον, ομοτράπεζος («καὶ τὸ χρῆσθαι συσσίτοις καὶ συνημερευταῑς ξενικοῑς μᾱλλον ἤ πολιτικοῑς τυραννικόν», Αριστοτ.) αρχ. μέλος τού κοινού δειπνητηρίου στο Μουσείο τής… … Dictionary of Greek